- τελειωτήν
- τελειωτήςaccomplishermasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… … Dictionary of Greek
τελειωτής — ὁ, Α [τελειῶ] αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῡν», ΚΔ) … Dictionary of Greek